Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καβουρδίζω
1 εγγραφή
καβουρντίζω [kavurdízo] -ομαι & καβουρδίζω [kavurδízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.ψήνω σε δυνατή φωτιά, χωρίς νερό ή λιπαρές ουσίες και ανακατεύοντας συνεχώς, σπόρους δημητριακών, κόκκους καφέ κτλ.: ~ το αλεύρι / τα μύγδαλα. Kαφές καβουρντισμένος. || (μτφ., οικ.): Mας καβούρντισε ο ήλιος, μας έκαψε πολύ, μας έψησε. β. (μαγειρ.) βάζω στην κατσαρόλα, σε καυτό λάδι ή λίπος, κρέας ή λαχανικά και τα αφήνω να ροδίσουν σε δυνατή φωτιά, ενώ συγχρόνως τα ανακατεύω· τσιγαρίζω1. 2. (μτφ.) τσιγαρί ζω2.

[τουρκ. kavurd(ι)- (γ' εν. αορ. του kavurmak) -ίζω· -ρδ-: λόγ. επίδρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες