Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καβγάς
1 εγγραφή
καβγάς ο [kavγás] Ο1 : διαφωνία που δημιουργεί μεγάλη ένταση και που εκδηλώνεται με φωνές και με ανταλλαγή εκφράσεων συχνά υβριστικών: Οι καβγάδες στις ουρές των λεωφορείων είναι καθημερινοί. Έγινε τέτοιος ~ που ακούστηκε σ΄ όλη τη γειτονιά. Οικογενειακοί / συζυγικοί / παιδικοί καβγάδες. (έκφρ.) στήνω* καβγά / καβγά τρικούβερτο. άναψε ο ~, έγινε πολύ έντονος. ομηρικός* ~. ΦΡ απλώνω / κρεμώ / λύνω το ζωνάρι* μου για καβγά. ο ~ είναι για το πάπλωμα*. καβγαδάκι το YΠΟKΟΡ: Ερωτικά καβγαδάκια, που καταλήγουν συνήθ. σε συμφιλίωση.

[τουρκ. kavga ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες