Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καβαλιέρος
1 εγγραφή
καβαλιέρος ο [kavaléros] Ο18α : κύριος που συνοδεύει κυρία ή δεσποινίδα σε χορό ή σε άλλη κοινωνική εκδήλωση: Όλες οι κοπέλες τον θέλουν για καβαλιέρο. Στην πίστα χορεύουν οι καβαλιέροι με τις ντάμες τους. Tα βήματα του καβαλιέρου στο ταγκό.

[ιταλ. cavalier(e) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες