Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καβάτζα
2 εγγραφές [1 - 2]
καβατζάρισμα το [kavadzárizma] & καβαντζάρισμα το [kavandzárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καβατζάρω.

[καβατζαρισ- (καβατζάρω), καβαντζαρισ- (καβαντζάρω) -μα]

καβατζάρω [kavadzáro] & καβαντζάρω [kavandzáro] Ρ6α : 1.(ναυτ.) παρακάμπτω ακρωτήριο, περνάω τον κάβο. || (λαϊκ.): ~ τη γωνιά του δρόμου. 2. (μτφ.) ξεπερνώ κάποιο οριακό σημείο, κυρίως για ηλικία που θεωρείται μεταβατική: Kαβατζάραμε τα σαράντα.

[ίσως βεν. *cavezar ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες