Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάστανο
8 εγγραφές [1 - 8]
κάστανο το [kástano] Ο41 : ο καρπός της καστανιάς, που αποτελείται από δύο ή τρία ημισφαιρικά ή τριγωνικά αμυλώδη σπέρματα, καλυμμένα με λεία, καφετιά φλούδα και που αρχικά περιβάλλεται από ένα αγκαθωτό περικάρπιο: Άγρια / ήμερα / βραστά / ψητά κάστανα. (έκφρ.) το ψητό έγινε (σαν) ~, πολύ τρυφερό. ΦΡ βγάζω τα κάστανα απ΄ τη φωτιά, αναλαμβάνω τον κίνδυνο ή το κόστος μιας ενέργειας για λογαριασμό κάποιου άλλου, που τελικά επωφελείται από την αίσια έκβαση της προσπάθειάς μου. δε χαρίζω κάστανα, δε δείχνω επιείκεια, δεν υποχωρώ ποτέ και σε κανέναν: Ο δάσκαλός μας είναι αυστηρός, δε χαρίζει κάστα να. δεν τρέχει ~, δε συμβαίνει ή δε γίνεται τίποτε ή για απόρριψη αιτήματος, επιθυμίας κτλ.

[ελνστ. κάστανον (συνήθ. πληθ. κάστανα)]

καστανομάλλης -α -ικο [kastanomális] Ε9 θηλ. και καστανομαλλούσα [kastanomalúsa] Ο25α : που έχει καστανά μαλλιά. || (ως ουσ.): Προτιμάει τις καστανομάλλες.

[κασταν(ός) -ο- + -μάλλης· καστανομάλλ(ης) -ούσα]

καστανομάτης -α -ικο [kastanomátis] Ε9 : που έχει καστανά μάτια. || (ως ουσ.): Tου αρέσουν οι καστανομάτες.

[κασταν(ός) -ο- + -μάτης]

καστανόξανθος -η -ο [kastanóksanθos] Ε5 : 1. για μαλλιά που έχουν χρώμα ανοιχτό καστανό, προς το ξανθό. 2. που έχει μαλλιά καστανόξανθα: Ένα καστανόξανθο κορίτσι. Είναι ~. 3. (ως ουσ.) α. ο καστανόξανθος, θηλ. καστανόξανθη: Tου αρέσουν οι καστανόξανθες. β. το καστανόξανθο, το καστανόξανθο χρώμα.

[κασταν(ός) -ο- + ξανθ(ός) -ος]

καστανοπώλης ο [kastanopólis] Ο10 : (λόγ.) καστανάς.

[λόγ. κάσταν(ον) -ο- + -πώλης]

καστανός -ή -ό [kastanós] Ε1 : 1. που έχει το ανοιχτό καφετί χρώμα του κάστανου: Έχει καστανά μαλλιά. Tο χρώμα των ματιών του είναι καστα νό. 2. για κπ. που έχει καστανά μαλλιά· καστανομάλλης: Οι περισσότεροι Έλληνες είναι καστανοί. Mια καστανή κοπέλα. 3. (ως ουσ.) α. ο καστανός, θηλ. καστανή: Tελευταία τον είδα να γυρνάει με μια καστανή. β. το καστανό, το καστανό χρώμα.

[μσν. καστανός < κάσταν(ον) -ος (μετακ. τόνου κατά το ξανθός)]

καστανόχρωμος -η -ο [kastanóxromos] Ε5 : που έχει καστανό χρώμα.

[λόγ. κασταν(ός) -ο- + -χρωμος]

καστανόχωμα το [kastanóxoma] Ο49 (χωρίς πληθ.) : χώμα που σχηματίζεται από φύλλα καστανιάς που πέφτουν στη γη και σαπίζουν και που είναι κατάλληλο για την ανθοκομία: ~ για τα λουλούδια.

[κασταν(ιά) -ο- + χώμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες