Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάποτε
1 εγγραφή
κάποτε [kápote] επίρρ. χρον. : 1. με αόριστη αναφορά στο παρελθόν ή το μέλλον· κάποια στιγμή, κάποια εποχή, κάποια φορά: Γνωριστήκαμε ~ στην Aθήνα. ~ στην Kατοχή / στο στρατό / στο χωριό. ~ στη Δύση. ~, όταν ήμουν μικρός. ~ ήταν όμορφος. Nομίζω πως ~ ήταν υπουργός. ~ θα σου τα πω / θα τα μάθεις όλα. Ίσως ~ συναντηθούμε. (έκφρ.) κάποιος, κάπου, ~, για κτ. τελείως γενικό και αόριστο. || στην αρχή διήγησης· μια φορά κι έναν καιρό: Ήταν ~ ένας βασιλιάς. 2. με τη σημασία μερικές φορές: Είναι τόσο όμοιες που ~ δεν τις ξεχωρίζω. ~ συναντιόμαστε και βγαίνουμε, κάπου κάπου. || ~ ερχόταν πιο συχνά, παλιά, άλλοτε. || ~ ~, για περισσότερη έμφαση: ~ ~ έρχεται στο μυαλό μου. || στη θέση μονολεκτικής καταφατικής απάντησης: Bγαίνετε έξω; -~ (~). 3. σε σύνδεση δύο αντίθετων νοηματικά όρων· άλλοτε… άλλοτε: ~ νιώθει χαρούμενος, ~ λυπημένος. ~ αργά και ~ γρήγορα. ~ έτσι και ~ αλλιώς, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

[μσν. κάποτε < ποτέ με προσθήκη του κα- κατά το κά-ποιος και τον. στην προπαραλ. κατά τα άλλα αοριστολογικά: όποιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες