Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάπα
13 εγγραφές [11 - 13]
καπαρώνω [kaparóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) 1. δίνω εγγυητική προκαταβολή για να εξασφαλίσω το αντικείμενο μιας αγοράς, μιας μίσθωσης και γενι κά μιας εμπορικής συναλλαγής: Tο καπάρωσα το διαμέρισμα / το σπίτι. Tο οικόπε δο το έχω καπαρωμένο. 2α. (παρωχ.) δεσμεύω κπ. με υπόσχεση ότι θα τηρήσει μια συμφωνία: Έχω καπαρώσει τη μοδίστρα για δυο μέρες. Είναι καπαρωμένη, είναι αρραβωνιασμένη ανεπίσημα ή έχει δεσμό. β. εξασφαλίζω κτ., χρησιμοποιώντας συνήθ. κάποιο μέσο, κάποια γνωριμία, ώστε να παρακάμψω τις συνήθεις ή τις νόμιμες διαδικασίες: Aυτός καπάρωσε / έχει καπαρωμένη μια θέση στο δημόσιο.

[καπάρ(ο) -ώνω]

καπάτσος ο [kapátsos] Ο18 θηλ. καπάτσα [kapátsa] Ο25α : (οικ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου ικανού να πετυχαίνει τα πάντα, χρησιμοποιώντας διάφορους τρόπους, καμιά φορά όχι απόλυτα έντιμους: Aυτός είναι ~, μπόρεσε να τακτοποιήσει την υπόθεσή του σε λίγες μέρες.

[ιταλ. capac(e) -ος· καπάτσ(ος) -α]

καπατσοσύνη η [kapatsosíni] Ο30α : η ιδιότητα του καπάτσου: Mερικές δουλειές χρειάζονται μεγάλη ~ για να τις πετύχεις.

[καπάτσ(ος) -οσύνη]

< Προηγούμενο   1 [2]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες