Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κάνουλα
1 item total
κάνουλα η [kánula] Ο27α : ξύλινη βρύση σε βαρέλι κρασιού. || (παρωχ.) βρύση ή ρουμπινές. ΦΡ ανοίγω / κλείνω την ~, αρχίζω / σταματώ τις άφθονες οικονομικές παροχές.

[μσν. κάνουλα αντδ. < υστλατ. cannula υποκορ. του canna (δες στο κάννη)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go