Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κάνναβη η [kánavi] Ο33 : γένος αγγειόσπερμων, δικοτυλήδονων, μονοετών φυτών. α. ινδική ~, το φυτό από το οποίο παράγεται το χασίς. β. ~ η ήμερη, καννάβι.
[λόγ. < αρχ. κάνναβ(ις) -η]



