Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κάκιστος -η -ο [kákistos] Ε5 : πάρα πολύ κακός: Mε τις ενέργειές του αυτές προσφέρει κάκιστη υπηρεσία στην πατρίδα. Είναι ένας κακός, ~ μαθητής.
κάκιστα ΕΠIΡΡ: Έπραξες ~. [λόγ. < αρχ. κάκιστος υπερθ. του κακός]



