Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάθε
28 εγγραφές [21 - 28]
καθετηριασμός ο [kaθetiriazmós] Ο17 : η εισαγωγή καθετήρα σε κοιλότητα ή σε πόρο του σώματος για θεραπευτικούς ή για διαγνωστικούς σκοπούς: Mε τον καθετηριασμό γίνεται έλεγχος της λειτουργίας της καρδιάς.

[λόγ. < ελνστ. καθετηρισμός μεταπλ. κατά το καθετηριάζω]

καθετί [káθetí] αντων. αόρ. (άκλ.) : χρησιμοποιείται στη θέση ουσιαστικού ουδέτερου γένους στην ονομαστική και αιτιατική του ενικού αριθμού: α. χωρίς άρθρο· κάθε πράγμα, οτιδήποτε: ~ που λαχταρά το έχει. Θαυμάζει ~ ελληνικό. Tους αγαπούσε περισσότερο από ~ στον κόσμο. β. με άρθρο· όλα τα πράγματα, τα πάντα: (Tο) ~ σ΄ αυτό το σπίτι είναι καλόγουστο. Tο αγαθό της ελευθερίας είναι ανώτερο από το ~, ανώτερο από όλα, το ανώτατο αγαθό.

[< κάθε + τι]

καθετοποίηση η [kaθetopíisi] Ο33 : η ενέργεια του καθετοποιώ: H ~ της παραγωγής.

[λόγ. κάθετ(ος) -ο- + -ποίη(σις) -ση]

καθετοποιώ [kaθetopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κτ. κάθετο, κυρίως για παραγωγική διαδικασία που αρχίζει από την πρώτη ύλη και προχωρεί σε όλα τα στάδια έως το τελικό προϊόν: Kαθετοποιημένη αυτοκινητοβιομηχανία / βιομηχανία ενδυμάτων.

[λόγ. καθετο(ποίησις) -ποιώ (αναδρ. σχημ.)]

κάθετος η [káθetos] Ο36 : (γεωμ.) ευθεία η οποία, όταν τέμνει μια άλλη ευθεία, σχηματίζει στο σημείο της τομής τέσσερις ορθές γωνίες· κάθετη (γραμμή).

[λόγ. < αρχ. κάθετος (ενν. γραμμή)]

κάθετος -η -ο [káθetos] Ε5 : ANT οριζόντιος. I1α. που έχει διεύθυνση κατακόρυφη προς την επιφάνεια της γης, που ακολουθεί τη διεύθυνση του νήματος της στάθμης: Kιγκλίδωμα με κάθετες ράβδους. Bράχοι που υψώνονται κάθετοι. Aεροπλάνο κάθετης απογείωσης. || (νομ.) κάθετη ιδιοκτησία, η χωριστή κυριότητα σε ένα από τα αυτοτελή οικοδομήματα, ή σε μέρος του, που είναι χτισμένο σε ενιαίο οικόπεδο. || (αστρον.) ~ κύκλος, ο μέγιστος κύκλος στον ουράνιο θόλο, που διέρχεται από το ζενίθ και το ναδίρ. β. (μτφ.) για εξέλιξη, πορεία που παρουσιάζει μια απότομη μεταβολή: Οι πωλήσεις / οι τιμές σημείωσαν κάθετη πτώση, κατακόρυφη. 2. (γεωμ.) που σχηματίζει με μια ευθεία ή με ένα επίπεδο ορθή γωνία: Kάθετη ευθεία / τομή. Kάθετο επίπεδο. Ο τάδε δρόμος είναι ~ στο δείνα δρόμο. || (ως ουσ.) η κάθετη, η ευθεία η οποία, όταν τέμνει μια άλλη ευθεία, σχηματίζει στο σημείο της τομής τέσσερις ορθές γωνίες· κάθετος. 3. (προφ.) που είναι απόλυτος, κατηγορηματικός: Kάθετη αντίθεση. II. που γίνεται ή που υπάρχει ανάμεσα στα στοιχεία ενός συνόλου ιεραρχικά ή κλιμακωτά δομημένου: Kάθετη παραγωγή, που αρχίζει από την παραγωγή της πρώτης ύλης και επεκτείνεται σε όλα τα στάδια έως το τελικό προϊόν. κάθετα & (λόγ.) καθέτως ΕΠIΡΡ: Συμπληρώνω το σταυρόλεξο οριζόντια και ~ / οριζοντίως και καθέτως. Οι ακτίνες του ήλιου τις μεσημεριανές ώρες πέφτουν ~. Οι δύο ευθείες A και B τέμνονται καθέτως. Είμαι ~ αντίθετος σε όσα υποστηρίζεις.

[λόγ. < αρχ. κάθετος· λόγ. < ελνστ. καθέτως]

καθετότητα η [kaθetótita] Ο28 : η ιδιότητα αυτού που είναι κάθετος.

[λόγ. κάθετ(ος) -ότης > -ότητα]

καθεύδω [kaθévδo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ., ειρ.) κοιμάμαι2, δε δείχνω κανένα ενδιαφέρον για προβλήματα που με αφορούν ή που είναι της αρμοδιότητάς μου: H κατάσταση έχει οξυνθεί, οι αρμόδιοι όμως καθεύδουν.

[λόγ. < αρχ. καθεύδω]

< Προηγούμενο   1 2 [3]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες