Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιχθυοκαλλιέργεια
1 εγγραφή
ιχθυοκαλλιέργεια η [ixθiokaliérjia] Ο27 : συστηματική εκτροφή ψαριών σε ειδικές τεχνητές εγκαταστάσεις.

[λόγ. ιχθυο- + -καλλιέργεια μτφρδ. γαλλ. pisciculture]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες