Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισχίο
1 εγγραφή
ισχίο το [isxío] Ο39 : (ανατ.) το γύρω από την άρθρωση των μηριαίων οστών μέρος του σώματος.

[λόγ. < αρχ. ἰσχίον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες