Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ινδοκάρυδο
1 εγγραφή
ινδοκάρυδο το [inδokáriδo] Ο41 : α. ο καρπός του κοκοφοίνικα. β. αποξηραμένος καρπός του κοκοφοίνικα που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική.

[λόγ. Iνδ(ία) (δες στο Iνδιάνος) -ο- + κάρυον μτφρδ. αγγλ. Indian nut με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το μοσχοκάρυδο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες