Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιμάτιο το [imátio] Ο40 : α. κατά την αρχαιότητα, είδος εξωτερικού ενδύματος, που το φορούσαν συνήθ. πάνω από το χιτώνα ή το πέπλο. β. (λόγ., συνήθ. πληθ.) ένδυμα, στη ΦΡ διαρρηγνύω τα ιμάτιά μου, διαμαρτύρομαι προς κπ. με έντονο τρόπο (φωνάζοντας και χειρονομώντας).
[λόγ. < αρχ. ἱμάτιον]
- ιματιοθήκη η [imatioθíki] Ο30 : (λόγ.) χώρος ειδικός για τη φύλαξη ενδυμάτων και ρουχισμού (σε θέατρο, ξενοδοχείο κτλ.)· (πρβ. ιματιοφυλάκιο).
[λόγ. < ελνστ. ἱματιοθήκη]
- ιματιοφυλάκιο το [imatiofilákio] Ο40 : (λόγ.) ειδικός χώρος (στην είσοδο αίθουσας συγκεντρώσεων, θεάτρου κτλ.) όπου παραδίδει κανείς το παλτό, το καπέλο του, την ομπρέλα κτλ. για προσωρινή φύλαξη· (πρβ. γκαρνταρόμπα, βεστιάριο).
[λόγ. < ελνστ. ἱματιοφυλάκιον]



