Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιδεώδες
2 εγγραφές [1 - 2]
ιδεώδες το [iδeóδes] Ο (βλ. Ε11) : (πρβ. ιδανικό). α. ό,τι υπάρχει ως ιδέα και νοείται ως έκφραση της απόλυτης, ύψιστης τελειότητας· ιδανικό: Tο ~ της αντρικής ομορφιάς αποδιδόταν με τις παραστάσεις του Aπόλλωνα. β. το ύψιστο όριο τελείωσης, ο υπέρτατος στόχος προς τον οποίο τείνει κτ.: Tο ~ της δημοκρατίας είναι η ελευθερία και η ανάδειξη του ατόμου. γ. (συνήθ. πληθ.) ύψιστες ηθικές ιδέες και αρχές: Θυσίασαν τη ζωή τους για τα ιδεώδη του ελληνισμού.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ιδεώδης σημδ. γαλλ. idéal, γερμ. Ideal]

ιδεώδης -ης -ες [iδeóδis] Ε11 : που βρίσκεται στο ανώτατο επίπεδο τελειότητας· ιδανικός, τέλειος: ~ χαρακτήρας. ~ ομορφιά. ~ συνδυασμός χρωμάτων. || (ως ουσ.) το ιδεώδες*.

[λόγ. ιδέ(α) -ώδης μτφρδ. γαλλ. idéal, γερμ. idealer, ideal-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες