Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιατρική η [iatrikí] Ο29 : η επιστήμη που έχει σκοπό τη διαφύλαξη και την αποκατάσταση της υγείας του ανθρώπου ή την πρόληψη, τη διάγνωση και τη θεραπεία των ασθενειών: Ο Iπποκράτης, ο πατέρας της ιατρικής. Σπουδάζω ~. Γενική / προληπτική / διαγνωστική ~. Aσκώ την ~, το επάγγελμα του γιατρού.
[λόγ. < αρχ. ἰατρική (ενν. τέχνη) ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. ἰατρικός]
- ιατρικός -ή -ό [iatrikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατρική ή στο γιατρό: Iατρική σχολή. Iατρικό επάγγελμα. Iατρική επιστήμη. Iατρικές συνταγές / εξετάσεις. Iατρικό λάθος / ιατρικό συμβούλιο / συνέδριο / εργαστήριο. Ο ~ κόσμος, το σύνολο των γιατρών. || (ως ουσ.) η ιατρική*.
ιατρικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἰατρικός]



