Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θλιβερός -ή -ό [θliverós] Ε1 : 1α. για κτ. πολύ δυσάρεστο που προκαλεί θλίψη· λυπηρός: Θλιβερό γεγονός / επεισόδιο. β. που αναφέρεται σε κτ. πολύ δυσάρεστο και που προκαλεί θλίψη: Θλιβερή είδηση / ιστορία. Θλιβερές σκέψεις. Δέκα νεκροί είναι ο ~ απολογισμός του τροχαίου δυστυχήματος. Είχα το θλιβερό καθήκον να αποχαιρετήσω το νεκρό. || (έκφρ., ειρ.) θλιβερό προνόμιο, για προβάδισμα σε μια δυσάρεστη κατάσταση: H χώρα μας είχε το θλιβερό προνόμιο να λάβει μέρος και στους δύο παγκόσμιους πολέμους. γ. που είναι γεμάτος από πολύ δυσάρεστα γεγονότα· δυστυχισμένος*: Έζησε μια θλιβερή ζωή. Θλιβερές μέρες. Θλιβερά χρόνια. δ. για κτ. που η όψη του δημιουργεί έντονη μελαγχολία· καταθλιπτικός: Θλιβερή πόλη. Tα θλιβερά γκρίζα κτίρια. 2α. (για πρόσ.) που έχει τόσο κακό χαρακτήρα ή δείχνει τόσο κακή διαγωγή, ώστε να προκαλεί στους άλλους ανάμεικτα συναισθήματα θλίψης, οίκτου και αποστροφής: Οι θλιβεροί νοσταλγοί / απολογητές της δικτατορίας. || Ο ~ ρόλος του προδότη, άθλιος. β. για κτ. που η πολύ κακή κατάσταση ή ποιότητά του προκαλεί ένα πολύ δυσάρεστο συναίσθημα· άθλιος, αξιοθρήνητος: H παράσταση / τα σκηνικά ήταν θλιβερά.
θλιβερά ΕΠIΡΡ. [μσν. θλιβερός < θλίβ(ω) -ερός]



