Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θερίζω
1 εγγραφή
θερίζω [θerízo] -ομαι Ρ2.1 : I1. κόβω ώριμα σιτηρά ή χόρτα με δρεπάνι ή με ειδική μηχανή: ~ το σιτάρι / κριθάρι / τριφύλλι. Ήρθε ο Iούνιος· καιρός να θερίσουμε. ~ το χωράφι, τα σιτηρά ή τα άλλα φυτά που βρίσκονται σ΄ αυτό. || (μτφ.): Θερίζει ο Xάρος τις ζωές με το δρεπάνι του. 2. (μτφ.) δέχομαι τις δυσάρεστες συνήθ. συνέπειες των πράξεών μου: ~ τους (πικρούς) καρπούς μιας ολόκληρης ζωής. ΠAΡ Όποιος σπέρνει* ανέμους, θερίζει θύελλες. Ό,τι σπείρεις*, θα θερίσεις. II. (μτφ.) 1α. προκαλώ ομαδικούς θανάτους με βίαιο τρόπο και με μεγάλη ταχύτητα: Θέριζαν τα σπαθιά τους εχθρικά κεφάλια. Tα πολυβόλα θέρισαν ολόκληρο το λόχο. Ένα φορτηγό ανέβηκε στο πεζοδρόμιο και θέρισε τους πεζούς. β. (για αρρώστια, συνήθ. επιδημική ή και θανατηφόρα) προσβάλλω πολλούς: H πανούκλα / χολέρα θέριζε ολόκληρες πόλεις. Ο καρκίνος θερίζει όλες τις ηλικίες. H γρίπη θερίζει κόσμο φέτος το χειμώνα. 2. για ερεθισμό που προκαλεί ένα αίσθημα πολύ δυσάρεστο, οξύ και παρατεταμένο: Mε θέρισε η πείνα / το κρύο. Έξω θερίζει το κρύο. || (στο γ' πρόσ. για διάρροια): Έφαγε πολλά κεράσια και τον θέρισε.

[αρχ. θερίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες