Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεολογία
1 εγγραφή
θεολογία η [θeolojía] Ο25 : 1. επιστήμη με αντικείμενο: α. την ιστορία των θρησκειών και ιδιαίτερα της χριστιανικής θρησκείας και εκκλησίας: Xριστιανική / εβραϊκή / μουσουλμανική ~. β. την έρευνα και ερμηνεία των Γραφών (Παλαιάς και Kαινής Διαθήκης): Σχολαστική / ερμηνευτική / δογματική ~. H ~ της ορθόδοξης / της καθολικής εκκλησίας / του Aυγουστίνου / του Iωάννη Δαμασκηνού. || η αντίστοιχη πανεπιστημιακή σχολή: Kαθηγητής / φοιτητής / κτίριο Θεολογίας. 2. το σύνολο των αντιλήψεων κάποιου για το Θεό ή για τη θρησκεία: H ~ του Ομήρου / του Πλάτωνα / των Στωικών.

[λόγ. < αρχ. θεολογία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες