Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θαυμαστικό το [θavmastikó] Ο38 : α. (γραμμ.) σημείο στίξης (!) που σημειώνεται ύστερα από τα επιφωνήματα ή από κάθε φράση που εκφράζει θαυμασμό, χαρά, ελπίδα, πόνο, φόβο, προσταγή κτλ., π.χ. «Aχ!» «Ποπό τι πάθαμε!» «Θαυμάσια!» β. το ίδιο σημείο με το οποίο χαρακτηρίζουμε κτ. ως άξιο θαυμασμού, απορίας: Σημείωσε ένα ~ στο περιθώριο της σελίδας.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. θαυμαστικός σημδ. γαλλ. point d΄exclama tion]
- θαυμαστικός -ή -ό [θavmastikós] Ε1 : που εκδηλώνει, που εκφράζει θαυμασμό: Θαυμαστικά επιφωνήματα. || (ως ουσ.) το θαυμαστικό*.
θαυμαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. θαυμαστικός]



