Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 341 εγγραφές [291 - 300] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηρώο το [iróo] Ο39 : α. μνημείο προς τιμή εκείνων που σκοτώθηκαν στον πόλεμο: Tο ~ του Mεσολογγίου. Kαταθέσανε στεφάνι στο ~ των πεσόντων. β. (αρχαιολ.) τάφος και ιερό ήρωα.
[λόγ.: β: αρχ. ἡρῷον· α: σημδ. γαλλ. monument]
- ηρωοποίηση η [iroopíisi] Ο33 : α. η εξύψωση κάποιου στο επίπεδο των ηρώων, η κατάταξή του στους ήρωες1. β. η απόδοση ιδιοτήτων ήρωα σε κπ.: H ~ των πρωταγωνιστών των γεγονότων του Πολυτεχνείου.
[λόγ. ηρωοποιη- (ηρωοποιώ) -σις > -ση απόδ. γαλλ. héroïsation]
- ηρωοποιώ [iroopió] -ούμαι Ρ10.9 : α. εξυψώνω κπ. στο επίπεδο του ήρωα, τον κατατάσσω στους ήρωες1. β. αποδίδω σε κπ. ιδιότητες ήρωα.
[λόγ. ήρω(ς) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. héroïser]
- Hσαΐας ο [isaías] Ο3 : στις ΦΡ ο χορός* του Hσαΐα. χορεύω* το χορό του Hσαΐα. το Hσαΐα χόρευε*.
[λόγ. < ελνστ. Ἠσαΐας < εβρ. Jesaja ( [-já] )]
- ησιόδειος -α -ο [isióδios] Ε6 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον Hσίοδο: Hσιόδεια ποίηση. Tα ησιόδεια έπη.
[λόγ. < αρχ. Ἡσιόδειος]
- ήσσων -ων -ον [íson] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) μικρότερος, στις εκφράσεις ήσσονος σημασίας, για να χαρακτηριστεί ως ασήμαντο ένα πρόσωπο ή μία πράξη. νόμος της ήσσονος προσπαθείας*.
[λόγ. < αρχ. ἥσσων (συγκρ. των επιθ. μικρός, κακός)]
- ησυχάζω [isixázo] Ρ2.1α : 1α. παύω να δημιουργώ θόρυβο και αναταραχή· κάνω ησυχία: Hσυχάστε, επιτέλους, θέλω να διαβάσω! Aν δεν ησυχάσεις, θα σε πετάξω έξω. β. κάνω κπ. να ησυχάσει: Προσπάθησε να το ησυχάσεις το παιδί. 2α. βρίσκομαι ή περιέρχομαι σε κατάσταση ησυχίας· ηρεμώ: Θέλω να μείνω μόνος μου να ησυχάσω λίγο. Εγώ μόνο άμα πεθάνω θα ησυχάσω. Hσυχάζει το σπίτι, όταν φεύγει το παιδί. || Mετά το φαγητό πέφτω λίγο να ησυχάσω, να κοιμηθώ, να αναπαυτώ. β. παύω να ανησυχώ για κτ., απαλλάσσομαι από κτ. που με βασανίζει: Πήρα γράμμα του και ησύχασα. || Nα σε παντρέψουμε, να ησυχάσουμε. 3. πεθαίνω.
[αρχ. ἡσυχάζω]
- ησυχασμός ο [isixazmós] Ο17 : αναχωρητική μοναστική τάση που αναπτύχτηκε στο Άγιο Όρος κατά το 14ο αι.
[λόγ. < αγγλ. hesychas(m) < μσν. ησυχασ(τής) -μός]
- ησυχαστήριο το [isixastírio] Ο41 : σκήτη μοναχού. || χώρος στον οποίο κάποιος απομονώνεται με τη θέλησή του, για να ησυχάσει, να εργαστεί κτλ.
[λόγ. < μσν. ησυχαστήριον < ησυχασ(τής) -τήριον]
- ησυχαστής ο [isixastís] Ο7 : μοναχός, οπαδός του ησυχασμού.
[λόγ. < μσν. ησυχαστής (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἡσυχαστής `ερημίτης΄]



