Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηχορύπανση η [ixorípansi] Ο33 : έντονοι, ενοχλητικοί ή βλαβεροί θόρυβοι που δημιουργούνται από ανθρώπινη δραστηριότητα: H ~ είναι ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα των σύγχρονων μεγαλουπόλεων.
[λόγ. ηχο- + ρύπαν(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. sound pollution]



