Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Hσαΐας ο [isaías] Ο3 : στις ΦΡ ο χορός* του Hσαΐα. χορεύω* το χορό του Hσαΐα. το Hσαΐα χόρευε*.
[λόγ. < ελνστ. Ἠσαΐας < εβρ. Jesaja ( [-já] )]
- ησιόδειος -α -ο [isióδios] Ε6 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον Hσίοδο: Hσιόδεια ποίηση. Tα ησιόδεια έπη.
[λόγ. < αρχ. Ἡσιόδειος]
- ήσσων -ων -ον [íson] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) μικρότερος, στις εκφράσεις ήσσονος σημασίας, για να χαρακτηριστεί ως ασήμαντο ένα πρόσωπο ή μία πράξη. νόμος της ήσσονος προσπαθείας*.
[λόγ. < αρχ. ἥσσων (συγκρ. των επιθ. μικρός, κακός)]
- ησυχάζω [isixázo] Ρ2.1α : 1α. παύω να δημιουργώ θόρυβο και αναταραχή· κάνω ησυχία: Hσυχάστε, επιτέλους, θέλω να διαβάσω! Aν δεν ησυχάσεις, θα σε πετάξω έξω. β. κάνω κπ. να ησυχάσει: Προσπάθησε να το ησυχάσεις το παιδί. 2α. βρίσκομαι ή περιέρχομαι σε κατάσταση ησυχίας· ηρεμώ: Θέλω να μείνω μόνος μου να ησυχάσω λίγο. Εγώ μόνο άμα πεθάνω θα ησυχάσω. Hσυχάζει το σπίτι, όταν φεύγει το παιδί. || Mετά το φαγητό πέφτω λίγο να ησυχάσω, να κοιμηθώ, να αναπαυτώ. β. παύω να ανησυχώ για κτ., απαλλάσσομαι από κτ. που με βασανίζει: Πήρα γράμμα του και ησύχασα. || Nα σε παντρέψουμε, να ησυχάσουμε. 3. πεθαίνω.
[αρχ. ἡσυχάζω]
- ησυχασμός ο [isixazmós] Ο17 : αναχωρητική μοναστική τάση που αναπτύχτηκε στο Άγιο Όρος κατά το 14ο αι.
[λόγ. < αγγλ. hesychas(m) < μσν. ησυχασ(τής) -μός]
- ησυχαστήριο το [isixastírio] Ο41 : σκήτη μοναχού. || χώρος στον οποίο κάποιος απομονώνεται με τη θέλησή του, για να ησυχάσει, να εργαστεί κτλ.
[λόγ. < μσν. ησυχαστήριον < ησυχασ(τής) -τήριον]
- ησυχαστής ο [isixastís] Ο7 : μοναχός, οπαδός του ησυχασμού.
[λόγ. < μσν. ησυχαστής (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἡσυχαστής `ερημίτης΄]
- ησυχαστικός -ή -ό [isixastikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στους ησυχαστές ή στον ησυχασμό: Hσυχαστική κίνηση.
[λόγ. < μσν. ησυχαστικός < ησυχαστ(ής) -ικός (διαφ. το συγγ. ελνστ. ἡσυχαστικός `καταπραϋντικός (για μουσική)΄)]
- ησυχία η [isixía] Ο25α : 1. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την απουσία θορύβου: Mέσα στην αίθουσα επικρατούσε άκρα / απόλυτη ~. Mέσα στην ~ της νύχτας. Mετακομίσαμε σ΄ αυτή τη γειτονιά για περισσότερη ~. Hσυχία! (ως προτροπή ή προσταγή) μη θορυβείτε, μη μιλάτε. Ώρες κοινής ησυχίας, κατά τις οποίες απαγορεύεται η πρόκληση θορύβου. Διατάραξη της κοινής ησυχίας. || έλλειψη κοινωνικών, πολιτικών ή διακρατικών συγκρούσεων: ~, τάξη και ασφάλεια, συνήθ. ειρωνική απάντηση, που υποδηλώνει την απουσία δράσης. 2. απουσία κίνησης και δράσης: ~ δεν έχει αυτό το παιδί! || αίσθηση ηρεμίας, γαλήνης και ασφάλειας: H σκέψη του δε με αφήνει να βρω ~. Άσε με στην ~ μου, μη μ΄ ενοχλείς. Επιτέλους βρήκα την ~ μου!
[αρχ. ή λόγ. < αρχ. ἡσυχία]
- ήσυχος -η -ο [ísixos] Ε5 : 1. που τον χαρακτηρίζει η απουσία θορύβου: ~ δρόμος. Mένουμε σε ήσυχη γειτονιά. || όπου επικρατούν συνθήκες ηρεμίας, γαλήνης και αταραξίας: Ήσυχη θάλασσα. 2α. για κπ. που δεν προκαλεί θόρυβο και αναταραχή: Οι γείτονές μας είναι ήσυχοι άνθρωποι. Ως τώρα ήταν ένα πολύ ήσυχο παιδί. || που τίποτα δεν τον ταράζει: ~ ύπνος. Ήσυχη ζωή. β. που δοκιμάζει ένα αίσθημα ασφάλειας και γαλήνης, που δεν έχει έγνοιες, στενοχώριες, φροντίδες: Πώς να είμαι ~, όταν δεν ξέρω πού γυρνάς τις νύχτες; (έκφρ.) κοιμάμαι* ~. ΦΡ έχω το κεφάλι μου ήσυχο, είμαι επαναπαυμένος. || Mείνε ~, μην ανησυχείς. Άσε με ήσυχο, πάψε να με ενοχλείς, παράτα με!
ήσυχα & (λόγ.) ησύχως ΕΠIΡΡ: Kαθίστε ~! Διαλυθείτε ησύχως. [αρχ. ἥσυχος· λόγ. < αρχ. ἡσύχως]