Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ημιτελικός -ή -ό [imitelikós] Ε1 : (αθλ.) που γίνεται πριν από τον τελικό: ~ αγώνας κυπέλλου πρωταθλητριών Ευρώπης. Hμιτελικοί αγώνες στίβου / κολύμβησης ανδρών / γυναικών. || (ως ουσ.) ο ημιτελικός, τα ημιτελικά.
[λόγ. ημι- + τελικός μτφρδ. γαλλ. demi-final ή αγγλ. semifinal]



