Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ημιτελικός
1 εγγραφή
ημιτελικός -ή -ό [imitelikós] Ε1 : (αθλ.) που γίνεται πριν από τον τελικό: ~ αγώνας κυπέλλου πρωταθλητριών Ευρώπης. Hμιτελικοί αγώνες στίβου / κολύμβησης ανδρών / γυναικών. || (ως ουσ.) ο ημιτελικός, τα ημιτελικά.

[λόγ. ημι- + τελικός μτφρδ. γαλλ. demi-final ή αγγλ. semifinal]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες