Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ημικυκλικός -ή -ό [imikiklikós] Ε1 : που έχει το σχήμα ημικυκλίου: Hμικυκλική αψίδα. Hμικυκλική διάταξη.
ημικυκλικά ΕΠIΡΡ: Παρατάχτηκαν ~. [λόγ. < ελνστ. ἡμικυκλικός]



