Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ημερόβιος
1 εγγραφή
ημερόβιος -α -ο [imeróvios] Ε6 : που ζει μία μόνο μέρα, εφήμερος: Hμερόβια έντομα. || (σε αντιδιαστολή προς το νυκτόβιος) που ζει την ημέρα.

[λόγ. < ελνστ. ἡμερόβιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες