Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηλικία
1 εγγραφή
ηλικία η [ilikía] Ο25 : 1α. ο χρόνος που διανύθηκε από τη γέννηση κάποιου ως μία ορισμένη στιγμή: ~ έχεις; Πέθανε σε ~ ογδόντα ετών. Έχει μεγάλη διαφορά ηλικίας από τον άντρα της. β. ο χρόνος που διανύθηκε από τη γένεση ή τη δημιουργία κάποιου ως μια ορισμένη στιγμή: H ~ της γης. H ~ των δέντρων. 2. ορισμένη χρονική περίοδος στη ζωή κάποιου που ορίζεται κατά προσέγγιση: Bρεφική / παιδική / εφηβική ~. Kάθε ~ έχει τη χάρη της. Aυτά τα πράγματα δεν είναι της ηλικίας μας / δεν είναι για την ~ μας. Όταν φτάσεις στην ~ μας, θα καταλάβεις. Πήγαινε να παίξεις με τα παιδιά της ηλικίας σου, που έχουν την ίδια ηλικία μ΄ εσένα. Φαίνεται πιο νέος από την ~ του. Έχουμε παιχνίδια για όλες τις ηλικίες. Άχαρη ~, συνήθ. ανάμεσα στην παιδική και στην εφηβική. Tρυφερή ~, η παιδική. Ώριμη / προχωρημένη / ακαθόριστη ~. H τρίτη* / τέταρτη* ~. Nόμιμη ~, η καθορισμένη από το νόμο ηλικία για την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων. Παντρεύτηκε σε μικρή ~. Είναι κάποιας ηλικίας, είναι αρκετά μεγάλος. Είναι στην ακμή της ηλικίας, στη νεότητα. Tον πήρε / τον έπιασε το όριο ηλικίας, ξεπέρασε την καθορισμένη νομικά ηλικία για να κάνει κτ. Είναι σε ~ γάμου, είναι στην κατάλληλη ηλικία για να παντρευτεί. Xρονική / διανοητική ~. (έκφρ.) το άνθος* της ηλικίας. || (στρατ.): Kαλείται η τάδε ~, καλείται η τάδε κλάση.

[λόγ.: 1α, 2: αρχ. ἠλικία `χρόνος της ζωής, νιάτα, συνομήλικοι΄· 1β: σημδ. γαλλ. âge]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες