Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ηλιαχτίδα
1 item total
ηλιαχτίδα η [ilaxtíδa] Ο26 : (λογοτ.) ακτίνα του ήλιου: Οι πρώτες ηλιαχτίδες τρύπωσαν απ΄ τις γρίλιες.

[λόγ. ηλι(ο)- + αχτίδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go