Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηλιακός -ή -ό [iliakós] Ε1 : 1α. που ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο ή που δημιουργείται από αυτόν: Hλιακή θερμότητα / ενέργεια / επίδραση. Tο ηλιακό φως περιέχει όλα τα χρώματα. Hλιακό σύστημα, σύστημα ουράνιων σωμάτων, που αποτελείται από τον ήλιο και όλο το υλικό που βρίσκεται υπό τη βαρυτική έλξη του. Hλιακό φάσμα, η σειρά των χρωμάτων στα οποία αναλύεται το ηλιακό φως. Hλιακές κηλίδες*. || Hλιακό ρολόι, ειδική διάταξη που δείχνει τις ώρες της ημέρας με την πρόσπτωση της σκιάς μιας ράβδου πάνω σε γραμμές χαραγμένες σε επίπεδη πλάκα, καθεμιά από τις οποίες αντιστοιχεί σε ορισμένη ώρα. Hλιακό έτος*. β. (αστρον.) αληθής ηλιακή ημέρα, το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών άνω μεσουρανήσεων του κέντρου του Ήλιου. μέση ηλιακή ημέρα, το χρονικό διάστημα που ισούται με την κατά μέσο όρο διάρκεια των ηλιακών ημερών. 2. που χρησιμοποιεί την ηλιακή ενέργεια: Hλιακοί θερμοσίφωνες. Hλιακά σπίτια. Hλιακό χωριό.
[λόγ. < ελνστ. ἡλιακός]



