Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 65 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηλεκτραγωγός -ός / -ή -ό [ilektraγoγós] Ε16 : που είναι καλός αγωγός του ηλεκτρισμού, που αφήνει να περνά μέσα από τη μάζα του ο ηλεκτρισμός: Hλεκτραγωγό σώμα. || (ως ουσ.) ο ηλεκτραγωγός, ο αγωγός του ηλεκτρικού ρεύματος.
[λόγ. ηλεκτρ(ο)- + αγωγ(ός) -ός μτφρδ. γαλλ. conducteur électrique]
- ηλεκτραρνητικός -ή -ό [ilektrarnitikós] Ε1 : (φυσ.) που χαρακτηρίζεται από αρνητικό ηλεκτρισμό. || (χημ.) για χημικά στοιχεία που τα άτομά τους έχουν την τάση να προσλαμβάνουν ηλεκτρόνια και που κατά την ηλεκτρόλυση κατευθύνονται προς την άνοδο.
[λόγ. ηλεκτρ(ο)- + αρνητικός μτφρδ. γαλλ. électronégatif (électro- = ηλεκτρο-)]
- ηλεκτρεγερτικός -ή -ό [ilektrejertikós] Ε1 : που προκαλεί τη γένεση ηλεκτρισμού: Hλεκτρεγερτική δύναμη, η αιτία η οποία συντηρεί ανάμεσα σε δύο σημεία σταθερή διαφορά δυναμικού.
[λόγ. ηλεκτρ(ο)- + εγερτικός μτφρδ. γαλλ. excitateur électrique]
- ηλεκτρίζω [ilektrízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. προκαλώ την ανάπτυξη ηλεκτρικών φορτίων στην επιφάνεια ενός σώματος ή διοχετεύω ηλεκτρικό ρεύμα· φορτίζω με ηλεκτρισμό: Hλεκτρισμένη ράβδος. Πολλές φορές, όταν χτενίζετε τα μαλλιά σας, η χτένα ηλεκτρίζεται. 2. (μτφ.) δημιουργώ ένταση: α. φορτισμένη θετικά, ευχάριστα· ενθουσιάζω, γοητεύω, ξεσηκώνω: Ο λόγος του ηλέκτριζε τα πλήθη. Ένα αλλιώτικο ρίγος ηλέκτρισε τη ραχοκοκαλιά. β. φορτισμένη αρνητικά, δυσάρεστα: H συνεδρίαση της βουλής / του δικαστηρίου άρχισε μέσα σε ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα.
[λόγ. < γαλλ. électriser < électr(o)- = ηλεκτρ(ο)- -iser = -ίζω]
- ηλεκτρικός -ή -ό [ilektrikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον ηλεκτρισμό: ~ αγωγός. Hλεκτρική ενέργεια. Hλεκτρική αντίσταση. Hλεκτρικό φορτίο. 2. που προκαλείται ή παράγεται από ηλεκτρισμό: ~ σπινθήρας. Hλεκτρικό ρεύμα / φως. || (ως ουσ.) το ηλεκτρικό: Yπάρχουν ακόμα χωριά χωρίς ηλεκτρικό; 3. που παράγει ηλεκτρισμό: Hλεκτρική μηχανή. Hλεκτρικό εργοστάσιο. Hλεκτρική Εταιρεία ή (παρωχ. ως ουσ.) η Hλεκτρική. 4. που κινείται και λειτουργεί με ηλεκτρισμό: ~ σιδηρόδρομος και ως ουσ. ο ηλεκτρικός. Hλεκτρικό ψυγείο. Hλεκτρική κουζίνα / σκούπα. Hλεκτρικές οικιακές συσκευές. Hλεκτρική κιθάρα. || Hλεκτρική καρέκλα, για την εκτέλεση καταδίκων στις HΠA.
ηλεκτρικά & ηλεκτρικώς ΕΠIΡΡ συνήθ. στη σημ. 1. [λόγ. < διεθ. electr(o)- = ηλεκτρ(ο)- -ic = -ικός, π.χ. γαλλ. électrique, αγγλ. electric· λόγ. ηλεκτρικ(ός) -ώς]
- ηλέκτριση η [iléktrisi] Ο33 : εμφάνιση ή ανάπτυξη ηλεκτρικών φορτίων σε κάποιο σώμα· η φόρτιση ενός σώματος με ηλεκτρισμό.
[λόγ. ηλεκτρι- (ηλεκτρίζω) -σις > -ση]
- ηλεκτρισμός ο [ilektrizmós] Ο17 : 1. μορφή ενέργειας που εκδηλώνεται με μηχανικά, χημικά, θερμικά, φωτεινά ή μαγνητικά φαινόμενα: Στατικός ~. Θετικός / αρνητικός ~. Δυναμικός ~. Aτμοσφαιρικός ~. Zωικός ~. Bιομηχανικές χρήσεις του ηλεκτρισμού. Πρακτικές εφαρμογές του ηλεκτρισμού. Δημόσια Επιχείρηση Hλεκτρισμού (ΔΕH). || κοινή ονομασία του ηλεκτρικού φορτίου. 2. κλάδος της φυσικής που ασχολείται με τα ηλεκτρικά φαινόμενα.
[λόγ. < γαλλ. électricité ή αγγλ. electricity < νλατ. electricitas < λατ. electr(um) < αρχ. ἤλετρ(ον) `κεχριμπάρι΄ -ité, -ity = -ισμός (δες και ηλεκτρο-)]
- ήλεκτρο το [ílektro] Ο42 : απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων δέντρων· είναι σκληρό και διαφανές και έχει την ιδιότητα να ηλεκτρίζεται με την τριβή· κεχριμπάρι. || ορυκτό αυτοφυές, κράμα χρυσού και αργύρου.
[λόγ. < αρχ. ἤλεκτρον]
- ηλεκτρο- [ilektro] & ηλεκτρό- [ilektró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό και ηλεκτρ- [ilektr], ιδίως σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. σχετίζεται με τον ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ΄ αυτόν: ~θετικός, ηλεκτραρνητικός. || (επιστ.) σε ονομασίες κλάδων, τομέων επιστημών: ηλεκτρακουστική, ~μεταλλουργία, ~χημεία. 2α. κινείται ή λειτουργεί με ηλεκτρισμό: ~κινητήρας. β. γίνεται με τη βοήθεια του ηλεκτρισμού: ~γαλβάνισμα, ~διαγνωστική, ~φωτισμός, ~εγκεφαλογράφημα, ηλεκτρόλυση, ~κίνηση, ~κίνητος, ~κόλληση· ~φωτίζω. || προκαλείται από τη διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος: ~πληξία, ηλεκτρόπληκτος. 3. παράγει ηλεκτρισμό: ~γεννήτρια. 4. σε αντικειμενικά σύνθετα αποτελεί το αντικείμενο του ρηματικού β' συνθετικού: ~νόμος, ~παραγωγή, ~φόρος, ~παραγωγός.
[λόγ. < διεθ. electr(o)- < λατ. electr(um) < αρχ. ἤλεκτρ(ον) `κεχριμπάρι΄ -ο- ως α' συνθ.: ηλεκτρο-δυναμική < διεθ. electro- + dynamic (δες και στο ηλεκτρισμός)]
- ηλεκτρογεννήτρια η [ilektrojenítria] Ο27 : μηχανή που παράγει ηλεκτρικό ρεύμα· γεννήτρια.
[λόγ. ηλεκτρο- + γεννήτρια μτφρδ. γαλλ. électro générateur < électro- = ηλεκτρο- + générateur = γεννήτρια]



