Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηθελημένος
1 εγγραφή
ηθελημένος -η -ο [iθeliménos] Ε3 : για κτ. που γίνεται με πρόθεση· εκούσιος, θεληματικός, σκόπιμος, εσκεμμένος: Hθελημένη ενέργεια. ηθελημένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μππ. του αρχ. ρ. (ἐ)θέλω, κατά το ημαρτημένος μτφρδ. γερμ. gewillt (σφαλερή δημιουργία: το ρ. έχει μόνο ενεργ. φωνή)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες