Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηθελημένος -η -ο [iθeliménos] Ε3 : για κτ. που γίνεται με πρόθεση· εκούσιος, θεληματικός, σκόπιμος, εσκεμμένος: Hθελημένη ενέργεια.
ηθελημένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. μππ. του αρχ. ρ. (ἐ)θέλω, κατά το ημαρτημένος μτφρδ. γερμ. gewillt (σφαλερή δημιουργία: το ρ. έχει μόνο ενεργ. φωνή)]



