Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζώο
37 εγγραφές [21 - 30]
ζωομορφισμός ο [zoomorfizmós] Ο17 : (θρησκειολ.) θρησκευτική αντίληψη κατά την οποία το θείο νοείται και λατρεύεται με μορφή ζώου· (πρβ. ζωοθεϊσμός, ζωολατρία).

[λόγ. < διεθ. zoo- = ζωο- 1 + morphism < αρχ. μορφ(ή) -isme = -ισμός (π.χ. γαλλ. zoomorphisme)]

ζωόμορφος -η -ο [zoómorfos] Ε5 : που έχει μορφή ζώου, που παρασταίνεται με μορφή ζώου: Zωόμορφοι και ανθρωπόμορφοι θεοί.

[λόγ. < ελνστ. ζῳόμορφος (< ζῷον)]

ζωοπάζαρο το [zoopázaro] Ο41 : αγορά, παζάρι όπου γίνονται αγοραπωλησίες ζώων· ζωοπανήγυρη.

[ζώ(ο) -ο- + παζάρ(ι) -ο]

ζωοπανήγυρη η [zoopaníjiri] Ο33 : εμπορική πανήγυρη, όπου γίνονται αγοραπωλησίες ζώων· ζωοπάζαρο.

[λόγ. ζωο- 1 + πανήγυρ(ις) -η, κατά το εμποροπανήγυρις (σημασιολογικά σφαλερή δημιουργία), μτφρδ. τουρκ. hayvan panayιrι (τουρκ. panayir `αγορά, παζάρι΄ < πανηγύρι)]

ζωοπλαγκτόν το [zooplaŋgtón] Ο γεν. ζωοπλαγκτού (χωρίς πληθ.) : πλαγκτόν που αποτελείται από μικροσκοπικούς ζωικούς οργανισμούς (σε αντιδιαστολή προς το φυτοπλαγκτόν).

[λόγ. < διεθ. zoo- = ζωο- 1 + plankton = πλαγκτόν]

ζωοποιός -ός / -ά -ό [zoopiós] Ε13 : (εκκλ.) που δημιουργεί, που παρέχει ζωή· (πρβ. ζωοδότης, ζωοδόχος): Tο ζωοποιό Άγιο Πνεύμα.

[λόγ. < ελνστ. ζωοποιός (< αρχ. ζωός `ζωντανός΄, ζωή)]

ζωοτέχνης ο [zootéxnis] Ο10 : που ασχολείται με τη ζωοτεχνία, με τη μελέτη και εφαρμογή των μεθόδων της.

[λόγ. ζωοτεχν(ία) -ης (αναδρ. σχημ.) μτφρδ. γαλλ. zootechnicien < zootechnie = ζωοτεχνία (δες λ.)]

ζωοτεχνία η [zootexnía] Ο25 : η συστηματική και επιστημονική μελέτη και εφαρμογή μεθόδων αναπαραγωγής, συντήρησης και εκμετάλλευσης ζώων: H συμβολή της ζωοτεχνίας στην ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Kαθηγητής ζωοτεχνίας στην Kτηνιατρική Σχολή.

[λόγ. < γαλλ. zootechnie < zoo- = ζωο- 1 + -technie < αρχ. τέχν(η) -ie = -ία]

ζωοτεχνικός -ή -ό [zootexnikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη ζωοτεχνία: Zωοτεχνικές μελέτες / μέθοδοι.

[λόγ. < γαλλ. zootechnique < zootechn(ie) = ζωοτεχν(ία) -ique = -ικός]

ζωοτοκία η [zootokía] Ο25 : (ζωολ.) το φαινόμενο κατά το οποίο το ωάριο αναπτύσσεται μέσα στο σώμα της μητέρας έως ότου πάρει μορφή όμοια με τους γεννήτορες. ANT ωοτοκία: H ~ είναι χαρακτηριστικό των θηλαστικών και σπανιότερα των ερπετών και των ψαριών.

[λόγ. < αρχ. ζωοτοκία (< αρχ. ζωός `ζωντανός΄)]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες