Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζόφος ο [zófos] Ο18 : 1. το βαθύ σκοτάδι του Άδη. 2. (μτφ.) για κατάσταση στην οποία επικρατεί φόβος, τρόμος κτλ.: «Tο Kράτος του Zόφου». ~ ψυχής.
[λόγ. < αρχ. ζόφος]



