Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζωανθρωπία η [zoanθropía] Ο25 : (ιατρ.) ψυχική ασθένεια κατά την οποία ο ασθενής νομίζει ότι είναι ζώο· (πρβ. λυκανθρωπία).
[λόγ. < διεθ. zo(o)- = ζω(ο)- 1 + anthropy < αρχ. ἄνθρωπ(ος) -ία, π.χ. γαλλ. zoanthropie]



