Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζυμάρι το [zimári] Ο44 : μαλακή και εύπλαστη μάζα από αλεύρι και νερό· (πρβ. ζύμη): Mαλακός σαν ~.
[μσν. ζυμάρι < ζυμάρι(ο)ν υποκορ. του αρχ. ζύμ(η) `μαγιά΄ -άρι(ο)ν > -άρι]
- ζυμαρικό το [zimarikó] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : γενική ονομασία για ποικίλα εδώδιμα προϊόντα παρασκευασμένα από μείγμα σιτάλευρου, νερού και άλλων θρεπτικών ουσιών, που τα έχουν ξεράνει στον αέρα ή σε ειδικούς θαλάμους· πάσταII: Είδη ζυμαρικών: μακαρόνια, μανέστρα, κριθαράκι, φιδές κτλ.
[ζυμάρ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]