Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζημιογόνος
1 εγγραφή
ζημιογόνος -ος / -α -ο [zimioγónos] Ε14 : που ζημιώνει, που προκαλεί ζημία, βλάβη ή απώλεια ηθική ή υλική: Zημιογόνες αποφάσεις. Zημιογόνα διαχείριση. Zημιογόνοι χειρισμοί μιας υπόθεσης.

[λόγ. ζημί(α) -ο- + -γόνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες