Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζευγαράκι το [zevγaráki] Ο44α : ζεύγος ερωτευμένων: Ρομαντικό ~. Tα ζευγαράκια ανέβαιναν ως την κορυφή του λόφου, για να θαυμάσουν το ηλιοβασίλεμα.
[ζευγάρ(ι) υποκορ. -άκι]



