Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζαχαρωτός -ή -ό [zaxarotós] Ε1 : παρασκευασμένος με ζάχαρη. || (συνήθ. ως ουσ.) το ζαχαρωτό, μικρό και φτηνό γλύκισμα: Έφερε μια σακούλα ζαχαρωτά και καραμέλες για τα παιδιά.
[ζάχαρ(η) -ωτός]