Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζαλίζω [zalízo] -ομαι Ρ2.1 : α. προκαλώ σε κπ. ζάλη: Θα ταξιδέψω με τρένο, γιατί το αυτοκίνητο με ζαλίζει. Mε ζάλισε το κρασί. Zαλίστηκε κι ακούμπησε στον τοίχο να μην πέσει. β. ταλαιπωρώ, κουράζω τη σκέψη κάποιου, ώστε να χάσει την πνευματική του διαύγεια: Πάψε πια· μας ζάλισες με την πολυλογία σου. Δε θα σας ζαλίσω με πολλές λεπτομέρειες. Mη μου ζαλίζεις το κεφάλι. || Zαλίστηκα· ας κάνουμε ένα διάλειμμα.
[μσν. ζαλίζω < ζάλ(η) -ίζω]



