Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εύνοια
1 item total
εύνοια η [évnia] Ο27 : ιδιαίτερο ενδιαφέρον για προστασία ή για υποστήριξη, που δείχνει απέναντι σε κπ. ένα υψηλά ιστάμενο πρόσωπο ή μια ομάδα ανθρώπων που διαθέτει κάποια ισχύ. ANT δυσμένεια: Aνέβηκε στην κομματική ιεραρχία, γιατί είχε την ~ του αρχηγού. Οι δημαγωγοί χρησιμοποιούν όλα τα μέσα για να αποκτήσουν την ~ του πλήθους. Οι συνωμότες στρατηγοί προσπάθησαν να κερδίσουν την ~ του στρατού. Ο δάσκαλος δεν πρέπει να δείχνει ~ σε κάποιον από τους μαθητές του, μεροληπτική προτίμηση. || H ~ της τύχης, η καλοτυχία.

[λόγ. < αρχ. εὔνοια & σημδ. γαλλ. faveur]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go