Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εύθραυστος -η -ο [éfθrafstos] Ε5 : 1.(για στερεό σώμα) που σπάει εύκολα. ANT άθραυστος: Εύθραυστη πορσελάνη. Είναι εύθραυστο σαν τσόφλι αυγού / σαν γυαλί. Προσοχή! εύθραυστο (αντικείμενο). 2. (μτφ.) α. που εύκολα μπορεί να υποστεί βλάβη ή να πάψει να υπάρχει: Εύθραυστη υγεία / ευτυχία. Εύθραυστη ισορροπία. β. (για πρόσ.) που είναι ιδιαίτερα λεπτεπίλεπτος, ντελικάτος: Εύθραυστη γυναίκα.
[λόγ. < αρχ. εὔθραυστος]



