Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφευρίσκω
1 εγγραφή
εφευρίσκω [efevrísko] -ομαι Ρ αόρ. εφεύρα, απαρέμφ. εφεύρει, παθ. αόρ. εφευρέθηκα, απαρέμφ. εφευρεθεί : 1.επινοώ ένα νέο, πρωτότυπο τεχνικό όργανο ή μια νέα μέθοδο παραγωγής, κάνω εφεύρεση: Ο Nόμπελ εφεύρε τη δυναμίτιδα. Ο τροχός εφευρέθηκε από τον προϊστορικό άνθρωπο. Ο Ήρωνας ανακάλυψε τη δύναμη του ατμού, η πρώτη όμως ατμομηχανή εφευρέθηκε πολλούς αιώνες αργότερα. 2α. έχω πρωτότυπες πρακτικές ιδέες για την αντιμετώπιση καθημερινών προβλημάτων: H μητέρα εφευρίσκει πάντα τρόπους για να ευχαριστήσει τα παιδιά της. β. βρίσκω, επινοώ δικαιολογίες ή τεχνάσματα για να αποφύγω ή για να πετύχω κτ.: Kαι τι δεν εφευρίσκει (το μυαλό του), για να μην πάει στο σχολείο, μηχανεύεται.

[λόγ. < αρχ. ἐφευρίσκω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες