Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφετινός
1 εγγραφή
φετινός -ή -ό [fetinós] & εφετινός -ή -ό [efetinós] Ε1 : που αναφέρεται στο τρέχον, στο παρόν έτος: Tο φετινό καλοκαίρι είναι πολύ ζεστό. H φετινή σοδιά του σιταριού ήταν πολύ καλή. Ο ~ χρόνος είναι δίσεκτος. || Tο φόρεμά μου είναι φετινό, το αγόρασα φέτος.

[μσν. φετινός < ελνστ. ἐφετινός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το εφέτος > φέτος· λόγ. < ελνστ. ἐφετινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες