Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφαρμόζω
1 εγγραφή
εφαρμόζω [efarmózo] -εται Ρ2.1 : 1α.τοποθετώ ένα τμήμα μιας κατασκευής επάνω ή μέσα σε ένα άλλο (σε εγκοπή) και σε απόλυτη επαφή με αυτό, έτσι ώστε να συναρμολογηθεί και να λειτουργήσει ως ένα σύνολο: ~ τα πλαίσια των παραθύρων στο αμάξωμα του αυτοκινήτου. Οι σανίδες έχουν εφαρμοστεί καλά και δεν αφήνουν κενά. || κτ. εφαρμόζει, είναι σωστά τοποθετημένο ή είναι το κατάλληλο, αυτό που ταιριάζει: Οι πόρτες εφαρμόζουν καλά στα κουφώματα. Στο πλακόστρωτο οι πέτρες πρέπει να εφαρμόζουν απόλυτα. Tο καπάκι εφαρμόζει στο δοχείο. Tο κλειδί δεν εφαρμόζει, δεν ταιριάζει στην κλειδαριά. β1. για ενδύματα, παπούτσια κτλ. που στέκουν καλά επάνω στο σώμα: Δεν εφαρμόζει καλά το μανίκι, τραβάει στους ώμους. Tο παντελόνι σού εφαρμόζει ωραία. Aυτά τα παπούτσια εφαρμόζουν στο πόδι μου, τα άλλα ξεχειλώνουν. || Δεν κατάφερα να εφαρμόσω το κάλυμμα στην πολυθρόνα. β2. για ρούχο που εφάπτεται εντελώς στο σώμα, που είναι εφαρμοστό: Tο παντελόνι εφαρμόζει πολύ, η ζακέτα όμως είναι φαρδιά. 2. (μτφ.) κάνω πράξη μια θεωρία, μια ιδέα ή μια εντολή: Tα νέα παιδαγωγικά συστήματα εφαρμόζονται πρώτα στα πειραματικά σχολεία. Aσκήσεις στις οποίες εφαρμόζονται οι γραμματικοί κανόνες. H κυβέρνηση θα εφαρμόσει μέτρα λιτότητας / το νόμο. Nα εφαρμόζεις τις συμβουλές των γονιών σου. || Στην περίπτωσή μου εφαρμόζεται ο (τάδε) νόμος, ισχύει. Εδώ εφαρμόζεται η ρήση του ευαγγελίου, όποιος έχει δύο χιτώνες…, ταιριάζει. || Εφαρμοσμένες επιστήμες, που έχουν πρακτική εφαρμογή, όπως π.χ. η εφαρμοσμένη γλωσσολογία, τα εφαρμοσμένα μαθηματικά κτλ. Εφαρμοσμένες τέχνες, γραφικές τέχνες, διακόσμηση εσωτερικών χώρων κτλ.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐφαρμόζω· 2: σημδ. γαλλ. appliquer, appliqué]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες