Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
378 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευημερία η [evimería] Ο25 : πολύ καλή οικονομική κατάσταση και συνεπώς άνετη ζωή: Σου εύχομαι υγεία και ~. Aτομική / οικογενειακή ~. H οικονομική ανάπτυξη έφερε την ~. Xρόνια / εποχή ευημερίας. Kράτος / κοινωνία ευημερίας, που εξασφαλίζει την ευημερία όλων των πολιτών / μελών. H κοινωνική ~ εξαρτάται τόσο από το μέγεθος του εθνικού εισοδήματος όσο και από τον τρόπο κατανομής του.
[λόγ. < αρχ. εὐημερία]
- ευημερώ [evimeró] Ρ10.9α : βρίσκομαι σε κατάσταση ευημερίας, βρίσκομαι σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση, ζω άνετα: Ευημερεί ένα άτομο / μία οικογένεια / το κράτος. Στη χώρα μας συμβαίνει και τούτο το παράδοξο: να ευημερούν οι άνθρωποι όχι όμως και η κοινωνία. Ευημερεί μια οικονομική επιχείρηση, βρίσκεται σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση.
[λόγ. < αρχ. εὐημερῶ]
- εύηχος -η -ο [évixos] Ε5 : (για λέξη) που ηχεί ωραία, της οποίας ο συνδυασμός των φθόγγων προκαλεί ευχάριστο ακουστικό αίσθημα. ANT κακόηχος.
εύηχα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. εὔηχος]
- ευθανασία η [efθanasía] Ο25 : 1.(λόγ.) καλός, ιδίως ανώδυνος, θάνατος. 2. σκόπιμη πρόκληση θανάτου, σχετικά ή εντελώς ανώδυνου, σε άνθρω πο που πάσχει από ανίατη αρρώστια ή βρίσκεται στο στάδιο της επιθανάτιας αγωνίας με σκοπό την απαλλαγή του από αυτά: Θεωρία / δικαίωμα της ευθανασίας. Yπέρμαχοι / οπαδοί / αντίπαλοι της ευθανασίας. H εκκλησία αντιτίθεται στην ~.
[λόγ. < ελνστ. εὐθανασία `ευτυχισμένος θάνατος΄ σημδ. αγγλ. euthanasia ή γαλλ. euthanasie (στη νέα σημ.) < ελνστ. εὐθανασία]
- ευθαρσώς [efθarsós] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) με θάρρος: Ομολόγησε ~ την ενοχή του / την αλήθεια.
[λόγ. < αρχ. εὐθαρσῶς]
- ευθεία [efθía] επίρρ. τροπ. : διατηρώντας την ίδια κατεύθυνση: Όχημα που κινείται ~. Θα στρίψετε δεξιά και στη συνέχεια θα προχωρήσετε ~. || ~ μπροστά σας βλέπετε την Aκρόπολη.
[λόγ. < θηλ. ευθεία (ενν. οδός) του επιθ. ευθύς]
- ευθειάζω [efθiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. ευθύ ή επίπεδο.
[λόγ. < μσν. ευθειάζω < ευθεί(α) -άζω]
- ευθερμαγωγός -ός / -ή -ό [efθermaγογós] Ε16 : (φυσ.) για σώμα που είναι καλός αγωγός της θερμότητας. ANT δυσθερμαγωγός: Ο σίδηρος είναι μέταλλο ευθερμαγωγό.
[λόγ. ευ- θερμαγωγός]
- εύθετος -η -ο [éfθetos] Ε5 : (για χρόνο) που είναι κατάλληλος για ορισμένη ανθρώπινη ενέργεια: Ο πρωθυπουργός ανέβαλε τον κυβερνητικό ανασχηματισμό για ευθετότερο χρόνο. (λόγ. έκφρ.) εν ευθέτω χρόνω, σε καταλληλότερη χρονική στιγμή.
[λόγ. < αρχ. εὔθετος]
- εύθικτος -η -ο [éfθiktos] Ε5 : (για πρόσ.) που θίγεται, προσβάλλεται εύκολα από τα λόγια ή γενικά τη συμπεριφορά των άλλων: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Είναι τόσο ~ που θίγεται με το παραμικρό. || (επέκτ.) ευαίσθητος.
[λόγ. < αρχ. εὔθικτος `που αγγίζει στο σημείο, έξυπνος, γρήγορος΄ σημδ. αγγλ. touchy]