Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευ
378 εγγραφές [61 - 70]
ευέλικτος -η -ο [evéliktos] Ε5 : που εύκολα κάνει ελιγμούς. 1. που κινείται εύκολα προς κάθε κατεύθυνση: Ευέλικτο όχημα. Ευέλικτη στρατιωτική μονάδα. Tα εχθρικά πλοία λόγω του όγκου τους δεν ήταν ευέλικτα. 2. (μτφ.) που μπορεί εύκολα και γρήγορα: α. (για πρόσ.) να ενεργεί: ~ πολιτικός. Ένα ολιγάριθμο και συνεπώς ευέλικτο υπουργικό συμβούλιο. β. να αλλάζει και να προσαρμόζεται κατάλληλα, να είναι αποτελεσματικός: Ευέλικτη πολιτική. Ένα ευέλικτο εθνικό σύστημα υγείας / εκπαίδευσης. ευέλικτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. εὐέλικτος `που τυλίγεται εύκολα΄ & σημδ. γαλλ. flexible]

ευελιξία η [eveliksía] Ο25 : η ιδιότητα ή η ικανότητα εκείνου που είναι ευέλικτος: Άνθρωπος / ζώο / στρατιωτική μονάδα με εξαιρετική ~. Tο νέο διοικητικό συμβούλιο χαρακτηρίζεται από ομοιογένεια και ~. Πολιτική που ασκείται με αρκετή ~.

[λόγ. ευέλικ(τος) -σία]

εύελπις ο [évelpis] Ο γεν. εύελπη και ευέλπιδος, πληθ. ευέλπιδες, γεν. ευέλπιδων και ευελπίδων : ονομασία του μαθητή της σχολής αξιωματικών του στρατού ξηράς: H στολή του εύελπη. Ένας λόχος ευέλπιδων. Σχολή Ευελπίδων.

[λόγ. < αρχ. εὔελπις `γεμάτος ελπίδα΄]

ευελπιστώ [evelpistó] Ρ10.9α : ελπίζω ότι θα συμβεί, θα πραγματοποιηθεί κτ. καλό ή ευχάριστο: ~ ότι όλα θα πάνε καλά / ότι δε θα συμβεί κάτι δυσάρεστο. ~ ότι θα αποδεχτείτε την πρόσληψή μου. ~ για κτ., ελπίζω ότι θα έχει την επιθυμητή εξέλιξη: ~ για το μέλλον.

[λόγ. < μσν. ευελπιστώ < ελνστ. εὐελπιστ(ία) `ελπίδα, εμπιστοσύνη΄ ]

ευέξαπτος -η -ο [evéksaptos] Ε5 : (για πρόσ.) που εξάπτεται, που θυμώνει εύκολα: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Πρόσεχε πώς θα του μιλήσεις, γιατί είναι πολύ ~.

[λόγ. < ελνστ. εὐέξαπτος `που ανάβει εύκολα΄ (κυριολ.)]

ευεξήγητος -η -ο [eveksíjitos] Ε5 : που εξηγείται εύκολα. ANT δυσεξήγητος: Ευεξήγητη ενέργεια / συμπεριφορά. Ευεξήγητο φαινόμενο.

[λόγ. ευ- εξηγη- (εξηγώ) -τος]

ευεξία η [eveksía] Ο25 : γενική αίσθηση πολύ καλής σωματικής κατάστασης κυρίως υγείας, με συνέπεια τη δημιουργία ευχάριστης ψυχικής διάθεσης: Aίσθημα ευεξίας που προκαλεί η γυμναστική / η ενασχόληση με τα σπορ.

[λόγ. < αρχ. εὐεξία]

ευεπίφορος -η -ο [evepíforos] Ε5 : (λόγ.) επιρρεπής.

[λόγ. < ελνστ. εὐεπίφορος]

ευεργεσία η [everjesía] Ο25 : καλή, φιλάνθρωπη πράξη την οποία κάνει κάποιος για να ωφελήσει κπ. άλλο που συνήθ. την έχει ανάγκη, παροχή βοήθειας σε κπ.: Δε θα ξεχάσω ποτέ την ~ που μου κάνατε και θα σας ευγνωμονώ σε όλη μου τη ζωή.

[λόγ. < αρχ. εὐεργεσία]

ευεργέτημα το [everjétima] Ο49 : το ευεργετικό αποτέλεσμα, η ωφέλεια που προέρχεται από κτ., ιδίως από νόμο, διάταγμα κτλ.: Πολλοί αντιστασιακοί επωφελήθηκαν από το σχετικό ~ του νόμου και πήραν τιμητική σύνταξη.

[λόγ. < αρχ. εὐεργέτημα `καλή υπηρεσία΄ & σημδ. γαλλ. bénéfice]

< Προηγούμενο   1... 5 6 [7] 8 9 ...38   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες