Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 378 εγγραφές [361 - 370] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευχέτης ο [efxétis] Ο10 : αυτός που εύχεται για κπ., μόνο στην εκκλησιαστική έκφραση διάπυρος προς Θεόν ~, έκφραση που χρησιμοποιείται σε εγκυκλίους ανώτερων κληρικών και που μπαίνει πριν από την υπογραφή τους.
[λόγ. < μσν. ευχέτης < αρχ. εὐχε(τῶμαι) επιτατ. του εὔχομαι -της]
- ευχετικός -ή -ό [efxetikós] Ε1 : που εκφράζει ευχή, κυρίως σε γραμματικούς όρους: Ευχετικά επιφωνήματα, π.χ. μακάρι, είθε κτλ. Ευχετική οριστική / υποτακτική. Ευχετικές επιφωνηματικές εκφράσεις.
[λόγ. ευχέτ(ης) -ικός]
- ευχή η [efxí] Ο29 : 1α.λόγια με τα οποία εκφράζεται η επιθυμία να πραγματοποιηθεί κτ. ή να συμβεί σε κπ. κτ. καλό, συχνά με επίκληση θεϊκών ή άλλων υπερφυσικών δυνάμεων. ANT κατάρα: H ~ μου είναι να ζήσεις και να ευτυχήσεις. Σε όλη του τη ζωή τον συνόδευαν οι ευχές των γονιών του. Δώσε μου την ~ σου, μητέρα. Nα έχεις την ~ μου, και ως έκφραση, συνήθ. από ηλικιωμένο, όταν του δώσουν κτ. ή τον εξυπηρετήσουν σε κτ. Kάνε μια ~, ευχήσου κτ. Έπιασαν οι ευχές του, πραγματοποιήθηκαν. (έκφρ.) σου αφήνω ~ και κατάρα* να
|| ευλογία: Mε τις ευχές τις εκκλησίας. Tην ~ σου, πάτερ! (έκφρ.) να έχεις την ~ του Θεού*. (εκκλ. έκφρ.) ευχές γονέων στηρίζουν θεμέλια οίκων. β. τυποποιημένη, γραπτή ή προφορική, έκφραση μιας ευχής που απευθύνεται σε κπ., π.χ. «καλή επιτυχία», «χρόνια πολλά». || (πληθ.): Xριστουγεννιάτικες / πασχαλινές ευχές. Tην πρωτοχρονιά συνηθίζεται η ανταλλαγή ευχών. Πολλές / θερμές / εγκάρδιες / με τις καλύτερες ευχές (μου) για τη γιορτή σου / για τον καινούριο χρόνο / για το γάμο σας. Ευχές για ένα καλό Σαββατοκύριακο. γ. επιθυμία που τη διατυπώνω ως ευχή, γιατί δε θέλω ή δεν μπορώ να επηρεάσω την εξέλιξη μιας κατάστασης: ~ μου είναι να διευθετηθεί φιλικά η διένεξη. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξέφρασε την ~ να υπάρξει εθνική ομοψυχία. Δεν αρκούν οι ευχές, χρειάζεται και δράση. ΦΡ είναι ευχής έργο ότι
, για ευνοϊκή εξέλιξη ή συγκυρία. θα ήταν ευχής έργο αν
, θα ήταν ευκταίο, θα το επιθυμούσαμε πολύ. να πάρει η ~, ως έκφραση αγανάκτησης, δυσφορίας· ΣYN έκφρ. άι στο καλό: Nα πάρει η ~, πάλι χάλασε το αυτοκίνητο. τι στην ~, ως έκφραση αγανάκτησης, δυσφορίας ή απορίας· ΣYN ΦΡ τι στο καλό: Tι στην ~ θέλεις; Tι στην ~ θα κάνουμε τώρα; (έκφρ.) πήγαινε στην ~ (του Θεού), όταν κατευοδώνουμε κπ. ή ευφημιστικά αντί «άι στο διάολο». (λόγ. έκφρ.) κατ΄ ευχήν, σύμφωνα με την επιθυμία μου / μας: Όλα βαίνουν κατ΄ ευχήν. Nα σου έρθουν όλα κατ΄ ευχήν. 2. (εκκλ.) παράκληση που διαβάζει ο ιερέας στις διάφορες ακολουθίες, στα μυστήρια κτλ.: Tης διάβασε την ~ για το σαραντισμό / για συγχώρηση. ~ για την ευφορία της γης. ΦΡ το δι΄ ευχών, το τέλος: Aς πούμε το δι΄ ευχών, ας τελειώσουμε. στο δι΄ ευχών, την τελευταία στιγμή: Είχε καθυστέρηση το αεροπλάνο και ήρθαν / έφτασαν στο δι΄ ευχών.
ευχούλα η YΠΟKΟΡ. [1α, 2: αρχ. εὐχή `προσευχή, επιθυμία΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· 1β, γ: λόγ. σημδ. γαλλ. vœux· μσν. ευχούλα < ευχ(ή) -ούλα]
- ευχολογικός -ή -ό [efxolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στο ευχολόγιο και μτφ.
[λόγ. ευχολόγ(ιον) -ικός]
- ευχολόγιο το [efxolójio] Ο40 και Ο41 στη σημ. 2 : 1.(εκκλ.) λειτουργικό βιβλίο που περιέχει τις τελετουργικές ακολουθίες και ευχές για διάφορες περιστάσεις. 2. (μτφ.) απόψεις που διατυπώνονται ως ευχές και που αφορούν την αντιμετώπιση ενός προβλήματος, χωρίς ταυτόχρονη δραστηριοποίηση για την πραγματοποίησή τους: Aς αφήσουμε τα ευχολόγια και ας αντιμετωπίσουμε ρεαλιστικά την κατάσταση.
[λόγ. < μσν. ευχολόγιον (στη σημ. 1) < ευχ(ή) -ο- + -λόγιον]
- εύχομαι [éfxome] Ρ αόρ. ευχήθηκα, απαρέμφ. ευχηθεί : α.εκφράζω την ευχή, την επιθυμία να γίνει κτ.: ~ ο καινούριος χρόνος να είναι ειρηνικός. (Σου) ~ να ζήσεις και να ευτυχήσεις. Δε σου ~ να βρεθείς στη δική μου δύσκολη θέση, αντίθετα το απεύχομαι. ~ το κακό κάποιου, τον καταριέμαι. || απευθύνω σε κπ. τις ευχές μου: Σου ~ καλημέρα / καλή όρεξη / περαστικά / καλό ταξίδι / καλές γιορτές / καλή επιτυχία / κάθε ευτυχία / ευτυχισμένο τον καινούριο χρόνο. Tου τηλεφώνησα για να τον ευχηθώ. Tου ευχήθηκα για τη γιορτή του / για τη γέννηση του παιδιού του. ~ από τα βάθη της καρδιάς μου καλή σταδιοδρομία. β. δίνω την ευχή μου, την ευλογία μου: Ο γέρος ευχήθηκε τα παιδιά και τα εγγόνια του. Ο ιερέας ευχήθηκε το εκκλησίασμα. γ. προσεύχομαι, παρακαλώ: H εκκλησία εύχεται για την ειρήνη του κόσμου / τη σωτηρία των πιστών. ~ στο Θεό να σε προστατεύει.
[λόγ. < αρχ. εὔχομαι `προσεύχομαι, παρακαλώ, εύχομαι΄]
- ευχρηστία η [efxristía] Ο25 : (σπάν.) η ιδιότητα του εύχρηστου. ANT δυσχρηστία.
[λόγ. < αρχ. εὐχρηστία]
- εύχρηστος -η -ο [éfxristos] Ε5 : ANT δύσχρηστος. 1. για κτ. που μπορεί κάποιος να το χρησιμοποιήσει ή να το χειριστεί εύκολα, χάρη στην απλή ή καλά μελετημένη κατασκευή ή συγκρότησή του: Οι ηλεκτρικές οικιακές συσκευές είναι συνήθως εύχρηστες. H κατάταξη της ύλης και η καλή εκτύπωση κάνουν το λεξικό πολύ εύχρηστο. 2. για κτ. που, επειδή είναι απλό και εύκολο στη χρήση, συνηθίζεται πολύ, για κτ. που δεν είναι σπάνιο, κυρίως για γλωσσικά στοιχεία: Εύχρηστες λέξεις / εκφράσεις. || (ως ουσ.) το εύχρηστο, η ιδιότητα του εύχρηστου.
[λόγ. < αρχ. εὔχρηστος]
- εύχυμος -η -ο [éfximos] Ε5 : (λόγ.) χυμώδης1.
[λόγ. < αρχ. εὔχυμος]
- ευψυχία η [efpsixía] Ο25 : (συνήθ. σε ρητορικό ύφος) τόλμη, γενναιότητα.
[λόγ. < αρχ. εὐψυχία]



