Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευ
378 εγγραφές [341 - 350]
ευφυής -ής -ές [efiís] Ε10 : ΣYN έξυπνος. 1α. για πρόσωπο που έχει μεγάλες νοητικές ικανότητες, που έχει ευφυΐα: Είναι πολύ ~. Είναι ένα ευφυέστατο παιδί. Δεν είναι ιδιαίτερα ~, ειρωνικά, για κπ. που είναι πολύ κουτός. Εσύ, ένας ~ άνθρωπος, πώς έπεσες θύμα αυτού του απατεώνα; β. για κτ. που ανήκει ή που ταιριάζει σε έναν ευφυή άνθρωπο ή που προέρχεται από αυτόν. ANT βλακώδηςα: Έχει ένα ευφυές βλέμμα / πρόσωπο. Mια ~ ιδέα / σύλληψη. Ένα ευφυές σχέδιο. 2. για ζώο που έχει σχετικά αναπτυγμένη αντίληψη, μνήμη και ικανότητα επικοινωνίας με τον άνθρωπο. (λόγ.) ευφυώς ΕΠIΡΡ: ~ έπραξε, όταν αρνήθηκε τη συμμετοχή.

[λόγ. < αρχ. εὐφυής, εὐφυῶς]

ευφυΐα η [efiía] Ο25α : 1.(χωρίς πληθ.) η ικανότητα ενός ατόμου να αντιλαμβάνεται με ταχύτητα, να κρίνει σωστά και να ενεργεί αποτελεσματικά· εξυπνάδα: Ο Έλληνας διακρίνεται για την ~ του. (έκφρ.) έχω την ~ να…, αντιδρώ, συμπεριφέρομαι σωστά σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση: Είχε την ~ να λάβει εγκαίρως τα μέτρα του. || νοημοσύνη: Δείκτης / τεστ ευφυΐας. Άτομο μέτριας / ανώτερης ευφυΐας. Πηλίκο* ευφυΐας. 2α. για άνθρωπο πολύ ευφυή: Aυτό το παιδί είναι ~. β. (ειρ.) ανόητα ή άστοχα λόγια ή συμπεριφορά· εξυπνάδα2: ~ ήταν πάλι αυτή που είπες! Άσε τις ευφυΐες.

[λόγ. < αρχ. εὐφυΐα `ευχέρεια στη μάθηση΄ & σημδ. γαλλ. intelligence]

ευφυολόγημα το [efiolójima] Ο49 : έξυπνος αστεϊσμός που λέγεται συνήθ. πειραχτικά ή ειρωνικά· ευφυολογία: Είναι περιζήτητος στις συντροφιές για το χιούμορ του και για τα ευφυολογήματά του. || εξυπνάδα2: Άρχισε πάλι τα ευφυολογήματα.

[λόγ. ευφυολογη- (ευφυολογώ) -μα]

ευφυολογία η [efiolojía] Ο25 : έξυπνος αστεϊσμός που λέγεται συνήθ. πειραχτικά ή ειρωνικά· ευφυολόγημα. || εξυπνάδα2.

[λόγ. ευφυολόγ(ος) -ία]

ευφυολόγος ο [efiolóγos] Ο18 θηλ. ευφυολόγος [efiolóγos] Ο35 : αυτός που συνηθίζει να λέει ευφυολογήματα.

[λόγ. ευφυ(ής) -ο- + -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

ευφυολογώ [efioloγó] Ρ10.9α : λέω ευφυολογίες.

[λόγ. ευφυολόγ(ος) -ώ]

ευφωνία η [efonía] Ο25 : (γραμμ.) το ευχάριστο ακουστικό αίσθημα που προέρχεται από την αρμονική αλληλουχία των φθόγγων ανάμεσα στις συλλαβές μιας λέξης ή ανάμεσα στις λέξεις μιας φράσης, η αποφυγή χασμωδίας. ANT κακοφωνία. (λόγ. έκφρ.) χάριν ευφωνίας, για ευφωνία: Στη λέξη “αγέρας” έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στα [a] και [e] ένα [j] χάριν ευφωνίας.

[λόγ. < ελνστ. εὐφωνία `αρμονικός λόγος΄, αρχ. σημ.: `καλή ποιότητα φωνής΄ σημδ. γαλλ. euphonie (στη νέα σημ.) < υστλατ. euphonia `γλυκύτητα προφοράς΄ < ελνστ. εὐφωνία]

ευφωνικός -ή -ό [efonikós] Ε1 : (γραμμ.) χαρακτηρισμός συμφώνων που αναπτύσσονται χάριν ευφωνίας: Ευφωνικό ν, που μπαίνει στο τέλος μιας λέξης, όταν η επόμενη αρχίζει από φωνήεν, π.χ. «έναν άνθρωπο». Ευφωνικό γ, ανάπτυξη ενός γ, ανάμεσα σε δύο φωνήεντα, π.χ. «έκλαιε > έκλαιγε», «αέρας > αγέρας».

[λόγ. ευφων(ία) -ικός]

εύχαρις -ις -ι [éfxaris] Ε (λόγ., μόνο στην ονομ. και αιτ. εν.) : (συνήθ. ειρ. ή πειραχτικά) χαρωπός, χαρούμενος: Tι συμβαίνει και είσαι τόσο ~; Πήρε ένα πολύ εύχαρι ύφος.

[λόγ. < αρχ. εὔχαρις]

ευχαριστήριος -α -ο [efxaristírios] Ε6 : α.για γραπτό ή για προφορικό λόγο με τον οποίο εκφράζονται ευχαριστίες: ~ ύμνος. Ευχαριστήρια επιστολή / προσευχή. Ευχαριστήριο γράμμα. β. που γίνεται για να εκφραστούν ευχαριστίες ή ως έκφραση ευχαριστίας: Ευχαριστήρια επίσκεψη / σύναξη. Ευχαριστήριο δώρο. γ. (ως ουσ.) γ1. το ευχαριστήριο, κάρτα με ευχαριστίες, που στέλνει κάποιος για τις ευχές, τα συγχαρητήρια ή τα συλλυπητήρια που έλαβε. γ2. (παρωχ.) τα ευχαριστήρια, λόγια ευχαριστίας, ευχαριστίες.

[λόγ. < ελνστ. εὐχαριστήριος `που εκφράζει ευγνωμοσύνη΄ & κατά τις σημ. της λ. ευχαριστώ]

< Προηγούμενο   1... 33 34 [35] 36 37 38   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες