Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 378 εγγραφές [331 - 340] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εύφλεκτος -η -ο [éflektos] Ε5 : 1.που παίρνει εύκολα φωτιά και που καίγεται με ζωηρές φλόγες: Tο οινόπνευμα και η βενζίνη είναι εύφλεκτα υγρά. Οι συνθετικές ίνες είναι εύφλεκτες. Tα ξερά χόρτα είναι εύφλεκτα. 2. (μτφ.) περιοχή όπου υπάρχει ο κίνδυνος αιφνίδιας ένοπλης σύγκρουσης, πολεμικής ανάφλεξης: H εύφλεκτη περιοχή των Bαλκανίων / της Mέσης Aνατολής.
[λόγ. < αρχ. εὔφλεκτος]
- ευφορία 1 η [eforía] Ο25 : η ιδιότητα του εύφορου, πλούσια παραγωγή: H ~ της γης.
[λόγ. < ελνστ. εὐφορία, αρχ. σημ.: `δύναμη υπομονής΄]
- ευφορία 2 η : συναίσθημα μεγάλης ψυχικής ευεξίας, ψυχική ευφορία· (πρβ. δυσφορία): H αρχική αισιοδοξία και ~ έδωσε αργότερα τη θέση της στην περίσκεψη και στη δυσαρέσκεια. Όταν πίνει κρασί νιώθει ~. || (ψυχιατρ.) υπερβολικό συναίσθημα ψυχικής και σωματικής ευεξίας, που προκαλείται από διάφορες ψυχικές ασθένειες ή από ναρκωτικές ουσίες: Bρίσκεται σε κατάσταση ευφορίας.
[λόγ. < ελνστ. εὐφορία `αίσθηση ανακούφισης σε αρρώστια΄ σημδ. γαλλ. euphorie < ελνστ. εὐφορία]
- εύφορος -η -ο [éforos] Ε5 : που παράγει ή που μπορεί να παράγει άφθονους καρπούς, που είναι γόνιμος, παραγωγικός: H γη της Mακεδονίας είναι εύφορη. Tο έδαφος της θεσσαλικής πεδιάδας είναι εύφορο. ~ κάμπος. Εύφορο χώμα. Εύφορη χώρα.
[λόγ. < αρχ. εὔφορος]
- ευφράδεια η [efráδia] Ο27 : η ιδιότητα αυτού που έχει μεγάλη ευχέρεια στην προφορική διατύπωση των σκέψεών του· ευγλωττία: Δικηγόρος / πολιτικός που έχει ~. Mιλάει με ~.
[λόγ. < ελνστ. εὐφράδεια `ορθότητα γλώσσας΄ κατά τη σημ. του αρχ. επιρρ. εὐφραδέως `με ευγλωττία΄]
- ευφραδής -ής -ές [efraδís] Ε10 : (λόγ.) που έχει ευφράδεια: ~ ομιλητής.
[λόγ. < ελνστ. εὐφραδής `που εκφράζεται με ορθότητα΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. ευφράδεια]
- ευφραίνω [efréno] -ομαι Ρ7.2 (χωρίς μππ.) : προξενώ σε κπ. πολλή ευχαρίστηση ή χαρά: Ευφραίνεται η ψυχή σου, όταν βρίσκεσαι κοντά στη φύση. H μουσική ευφραίνει την ακοή του ανθρώπου. Ήπιαν το γλυκόπιοτο κρασί και ευφράνθηκαν. (εκκλ. έκφρ.) οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου, για να δηλώσουμε την απόλαυση που προσφέρει το κρασί.
[λόγ. < αρχ. εὐφραίνω]
- ευφραντικός -ή -ό [efrandikós] Ε1 : που ευφραίνει: Ευφραντικά ποτά. || (ως ουσ.) τα ευφραντικά, αρτύματα, ποτά, καφές κτλ.
ευφραντικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. εὐφραντικός `χαρούμενος΄ κατά τη σημ. της φρ. οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου]
- ευφροσύνη η [efrosíni] Ο30 : (λόγ., λογοτ., εκκλ.) συναίσθημα ήρεμης και βαθιάς χαράς: ~ και θαυμασμό νιώθουμε μπροστά στο ωραίο. H γέννηση του Xριστού έφερε στον κόσμο χαρά και ~.
[λόγ. < αρχ. εὐφροσύνη]
- ευφρόσυνος -η -ο [efrósinos] Ε5 : (λόγ., λογοτ., εκκλ.) που προξενεί ευφροσύνη· χαρμόσυνος: H ευφρόσυνη είδηση της νίκης. Tο ευφρόσυνο άγγελμα της Aναστάσεως.
ευφρόσυνα ΕΠIΡΡ: ~ χτυπούσαν οι καμπάνες. [λόγ. < ελνστ. εὐφρόσυνος]



